Νεκρομαντείο του Αχέροντα
Το Νεκυομαντείο του Αχέροντα, το πιο φημισμένο Νεκρομαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, βρίσκεται στη δυτική Ήπειρο, στο νομό Πρέβεζας. Στην αρχαιότητα το ιερό υπαγόταν στη Θεσπρωτία, όπου κατοικούσαν οι Θεσπρωτοί, ένα από τα πρώτα ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο, γύρω στο 2000 π.Χ.
Από το 1958 έως το 1964 και από το 1975 έως το 1977, ο καθηγητής Σ. Δάκαρης, πάντα υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, βεβαίωσε με τις ανασκαφές του τη θέση του Νεκρομαντείου κάτω από το καθολικό της μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου του 18ου αι., στο χωριό Μεσοπόταμο.
Το Ιερό εντοπίστηκε σε προεξοχή βράχου της μεγάλης βαλτώδους πεδιάδας της πρώην Αχερουσίας λίμνης και των ποταμών του Άδη Κωκυτού (σήμερα Βουβού), Πυριφλεγέθοντα (γνωστού ως Μαύρου) και Αχέροντα.
Σε απόσταση 500 μ. περίπου βόρεια από το Νεκυομαντείο είναι η ακρόπολη της Εφύρας. Τα σωζόμενα τείχη της περιβάλλουν την ασβεστολιθική ράχη Ξυλοκάστρα και έχουν περίμετρο 1120 μ. μεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ βρισκόταν η ομηρική Εφύρα, όπου τοποθετούνταν από τους αρχαίους η είσοδος στον Άδη και το περίφημο Νεκυομαντείο, το οποίο σύμφωνα με την παράδοση (Θουκ. 1.46.4) ήταν στην Ελαιάτιδα κοντά στον Αχέροντα. Η μορφολογία της περιοχής ανταποκρίνεται πλήρως στις περιγραφές της αρχαίας φιλολογικής παράδοσης, όπως μας διασώθηκαν από τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Στράβωνα, τον Παυσανία. Εξάλλου πανάρχαιες λαϊκές δοξασίες, που οι ρίζες τους χάνονται στην αρχ της Προϊστορίας, έχουν συνδεθεί με την πίστη ότι οι σπηλιές, τα βαθιά φαράγγια και τα χάσματα, δηλαδή τα έγκατα της γης μέσα στα οποία εξαφανίζονταν οι λίμνες και τα ποτάμια, ήταν οι δρόμοι που οδηγούσαν στον Κάτω Κόσμο. Τη διαδρομή αυτή ακολουθούσαν διαπλέοντας οι ψυχές των νεκρών, οι οποίες ήταν όμοιες με σκιές (είδωλα ή φάσματα των νεκρών). Στην πίστη αυτή πρέπει να οφείλεται και η συσχέτιση του Αχέροντα και της Αχερουσίας με τους νεκρούς, όπως και η τοποθέτηση της λατρείας και του Νεκρομαντείου σε μια σπηλιά του βράχου κοντά στη συμβολή Κωκυτού και Αχέροντα, στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης. Η αρχαία παράδοση αναφέρει πολλά τέτοια ιερά και νεκρομαντεία. Αλλά το σπουδαιότερο και το αρχαιότερο βρισκόταν στον Αχέροντα της Θεσπρωτίας, κοντά στη Μυκηναϊκή Εφύρα, για το οποίο κάνει λόγο η Οδύσσεια και τη σπουδαιότητά του υπογραμμίζει η διήγηση του Ηροδότου (5.92).
Εδώ ήταν, στη συνάντηση των δύο κόσμων, που ο Οδυσσέας προκάλεσε τα πνεύματα των νεκρών με μια ειδική ιεροτελεστία, και ρώτησε για την επιστροφή του στην Ιθάκη (Οδυσ. κ. 488 κε.).
Στο τέλος της 10ης ραψωδίας (κ. 488 κε.) η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να πάει «εις Αίδαο δόμους και επαινής Περσεφονείης» (στης Περσεφόνης της ανήμερης και στου Άδη τα παλάτια) για να ρωτήσει την ψυχή του τυφλού μάντη Τειρεσία πως θα γυρίσει στην πατρίδα, κρυφά ή φανερά. «Ο βοριάς θα φέρει το καράβι σε ένα ακρογιάλι, στην άκρη του ωκεανού, όπου το πάναγνο άλσος της Περσεφόνης, με τις πανύψηλες λεύκες και τις άκαρπες ιτιές. Στο σημείο, όπου ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός, που πηγάζει από τη Στύγα, σμίζουν με τον Αχέροντα με πολύ βουητό, εκεί στη μέση είναι ένας βράχος (και μια σπηλιά), η είσοδος στον Άδη.
Στην επόμενη ραψωδία (λ, 1 κε.) ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του βά- ζουν πλώρη για το ταξίδι. Σαν βασίλεψε ο ήλιος φτάνουν στο ακρογιάλι στην πολιτεία των Κιμμερίων, όπου ένα κάστρο (λ, 14 κε.). Καθίζουν το καράβι στην ακρογιαλιά, βγάζουν έξω τα πρόβατα για τη θυσία και φτάνουν εκεί που τους είχε πει η Κίρκη, διασχίζοντας το άλσος με τις άκαρπες ιτιές και τις λεύκες.
Είναι φανερή η στενή σχέση της Ομηρικής περιγραφής για τη χώρα των νεκρών με την περιοχή του Αχέροντα. Η ομοιότητα γίνεται μεγαλύτερη, αν τη λέξη «Κιμμερίων» του Ομηρικού στίχου (κ, 14) αντικατα- στήσουμε με τη λέξη Χειμερίων (δηλ. οι κάτοικοι του Χειμερίου), μία διόρθωση που πρότεινε ο γραμματικός του 3ου αι. π.Χ. Πρωτέας ο Ζευγματίτης (Ετυμ. Μέγα 513, 49).
Την ομοιότητα της ομηρικής περιγραφής είχαν παρατηρήσει και οι αρχαίοι γεωγράφοι, όπως ο Παυσανίας (1.17.5), ο οποίος σημειώνει: «Μου φαίνεται ότι ο Όμηρος αυτούς τους τόπους είχε δει και τόλμησε να περιγράψει στην ποίησή του τη χώρα του Άδη και να δώσει στα ποτάμια εκείνα τα ονόματα των ποταμών της Θεσπρωτίας.
Ο Όμηρος φαίνεται να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χώρα των Θε σπρωτών με τους οποίους συνδέει τα δύο προϊστορικά και ονομαστά μαντεία, του Πελασγικού μία της Δωδώνης, άνακτα του επάνω Κόσμου και του αδελφού του Ποσειδώνα – Άδη, άνακτα του Κάτω Κόσμου, στον Αχέροντα.
Η νεότερη γλωσσολογική έρευνα συσχετίζει το πρώτο συνθετικό του εθνικού Θεσπρωτός, με τη λ. ιερός, θείος, που απαντά και στα ομηρικά επίθετα θέσκελος, θεσπέσιος, θέσφατος και σημαίνει τον προικισμένο με μαγική δύναμη να ερμηνεύει τη θεία βούληση, τον προφήτη.
Η αρχαιότερη και η πιο συγκλονιστική περιγραφή της καθόδου θνητού στον Κάτω Κόσμο διασώζεται στη Νέκυια της Οδύσσειας (λ, 1 κε.). «Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του φτάνουν στη συμβολή των δύο ποταμών, στο βράχο που τους είχε υποδείξει η Κίρκη. Ο Οδυσσέας με το κοφτερό σπαθί του ανοίγει λάκκο ως έναν πήχη και προσφέρει χοές για όλους τους νεκρούς και υπόσχεται, όταν επιστρέψει στην Ιθάκη να θυσιάσει στους νεκρούς την πιο μεγάλη στέρφα αγελάδα και χωριστά στο μάντη Τειρεσία, ένα μαύρο κριάρι. Τότε σμήνη από ψυχές, όμοιες με σκιές ορμούν για να πιουν από τις χοές και το αίμα των ζώων. Ο Οδυσσέας όμως τις απομακρύνει με το σπαθί του για να πιει πρώτη η ψυχή του μάντη Τειρεσία, που θα του φανερώσει τα μελλούμενα. Οι ψυχές ήταν όμοιες με σκιές, είδωλα καμόντων (φάσματα νεκρών). Ελευθερωμένες οι ψυχές από το φθαρτό, γήινο περίβλημα είχαν υπεράνθρωπες ιδιότητες και μπορούσαν να προΐδουν το μέλλον. Τους έλειπε όμως η συνείδηση, επειδή δεν είχαν ούτε αίμα, το στοιχείο της ζωής, ούτε σάρκα και ήταν συχνά εκδικητικές, ιδίως οι ψυχές των νέων και των «βιαιοθανάτων», αυτών που έφυγαν πρόωρα και βίαια από τον κόσμο αυτόν και στερήθηκαν τη χαρά της ζωής. Η επαφή των θνητών με τους νεκρούς δεν ήταν ακίνδυνη. Για τους λόγους αυτούς οι χρηστηριαζόμενοι έπρεπε να προετοιμαστούν ψυχικά και σωματικά, να υποβληθούν σε καθιερωμένη δίαιτα, σε λουτρά και προσευχές και να εξευμενίσουν τις ψυχές των νεκρών με προσφορές (χοές), μέλι και γάλα, νερό και κρασί και ιδίως με αίμα από τα θυσιαζόμενα ζώα. Πίνοντας από τις χοές οι ψυχές αποκτούσαν συνείδηση, εξευμενίζονταν και μπορούσαν να αποκαλύψουν το μέλλον. Αλλά και αυτοί που είχαν έρθει σε επαφή με τους νεκρούς κινδύνευαν από το μίασμα του θανάτου. Όταν πλησιάζουν τους νεκρούς σιωπούν για να μη χάσουν τη φωνή τους και φεύγοντας υποβάλλονται σε καθαρμό, όπως η Άλκηστη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη που χρειάζεται τριήμερο καθαρμό (αφαγνισμό) για να καθαρθεί από το μόλυσμα του θανάτου και να αποκτήσει συνείδηση. Στην Οδύσσεια (χ 481 κε.) ο Οδυσσέας καίει θειάφι για να καθαρίσει το παλάτι από το μίασμα του θανάτου ύστερα από το φόνο των μνηστήρων.
Οι ανασκαφές του μάκαρη επιβεβαιώνοντας τη μαρτυρία του Ομήρου έδειξαν ότι υπήρχε στη θέση αυτή ένα ιερό από τη Μυκηναϊκή εποχή (14ος-13ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η λατρεία των θεών του Κάτω Κόσμου συνεχίστηκε τουλάχιστον ως τα αρχαϊκά χρόνια. Τη λειτουργία του Ιερού στους χρόνους αυτούς μαρτυρεί και η διήγηση του Ηροδότου (5.92). Σύμφωνα με τον ιστορικό ο Περίανδρος, ο τύραννος της Κορίνθου στο τέλος του 7ου αι. π.Χ., έστειλε στο νεκρομαντείο της Εφύρας απεσταλμένους για να ρωτήσουν την ψυχή της γυναίκας του Μέλισσας σε ποιο μέρος είχε κρύψει το θησαυρό ενός φιλοξενουμένου. Η ψυχή της Μέλισσας εμφανίστηκε στους απεσταλμένους, αλλά αρνήθηκε να το φανερώσει, επειδή ήταν γυμνή και κρύωνε. Ο Περίανδρος δεν είχε κάψει μαζί με το κορμί της τα φορέματα και τα στολίδια της νεκρής, όπως ήταν η συνήθεια. Τότε ο Περίανδρος σκηνοθέτησε μία γιορτή στο Ηραίο, έξω από την Κόρινθο, στην οποία κάλεσε όλες τις γυναίκες της Κορίνθου. Ύστερα, διέταξε τους δορυφόρους του να τις ξεγυμνώσουν όλες ανεξαιρέτως από τα φορέματα και τα στολίδια τους και, αφού τα έκαψε μέσα σε ένα όρυγμα του τάφου της γυναίκας του, η σκιά της Μέλισσας εμφανίστηκε και πάλι στους απεσταλμένους και υπόδειξε τη θέση του θησαυρού.
Επί πλέον τη συνέχιση της λατρείας στο ιερό του Άδη κατά τους αρχαϊκούς και τους κλασικούς χρόνους βεβαιώνουν τα πολυάριθμα ειδώλια του 7ου-5ου αι. π.Χ. που εικονίζουν την Περσεφόνη με «πόλο». Τα ειδώλια βρέθηκαν σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά από το Ιερό και προέρχονται ή από αρχαϊκό Ιερό της θεάς που θα υπήρχε στη θέση αυτή και έπαυσε να λειτουργεί ύστερα από την ίδρυση του μεγάλου Ιερού του Άδη στην κορυφή του λόφου ή από αποθέτη των αναθημάτων από το παλαιότερο Ιερό, στην κορυφή του λόφου. Μέχρι τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. το επίσημο λατρευτικό κέντρο των Θεσπρωτών ήταν η μωδώνη. Με την κατάληψη όμως του Ιερού και Μαντείου της μωδώνης από τους Μολοσσούς, το θρησκευτικό κέντρο των Θεσπρωτών μεταφέρθηκε στο Νεκυομαντείο του Αχέροντα, όπως αποδεικνύουν τα νομίσματα του 4ου αι. π.Χ. των Ελεατών και των Θεσπρωτών με τα σύμβολα της Περσεφόνης και του Άδη. Σε άλλες κοπές εικονίζονται η Περσεφόνη με στεφάνι από στάχυα ως χορηγός της ζωής και ο Κέρβερος, ο άγρυπνος φρουρός στην είσοδο του Άδη. Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. κτίστηκε το μνημειακό οικοδόμημα που αποκάλυψαν οι ανασκαφές, το οποίο είναι και το πρώτο Ιερό και μαντείο των θεών του Κάτω Κόσμου που έγινε γνωστό. Τα πολυάριθμα ευρήματα των ελληνιστικών χρόνων που ήρθαν στο φως
μαρτυρούν για τη μεγάλη φήμη του και τις συχνές επισκέψεις των χρηστηριαζομένων την εποχή αυτή.
Το οικοδόμημα μοιάζει με ένα μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο. Η όλη κατασκευή του υπέβαλλε τη ζοφερή ιδέα του Κάτω Κόσμου, κανένα κόσμημα στην πυραμιδωτή στέγη, παράθυρο ή αρχιτεκτονικός διάκοσμος δεν φαίδρυνε τη σκυθρωπή εικόνα του ιερού του Άδη.
Το μνημείο αποτελείται από δύο τμήματα ένα υπόγειο και ένα υπέργειο. Η υπόγεια αίθουσα πιθανότατα βρίσκεται στη θέση της αρχικής σπηλιάς με την προϊστορική λατρεία. Είναι λαξευμένη στο βράχο και η οροφή της στηρίζεται με δεκαπέντε πώρινα τόξα με πολύ φροντίδα δουλεμένα, τα οποία αποτελούν και το δάπεδο της υπέργειας αίθουσας. Η κρύπτη αυτή ταυτίστηκε με το σκοτεινό ανάκτορο του Άδη και της Περσεφόνης.
Πάνω από την υπόγεια κρύπτη, βρίσκεται μια υπέργεια ορθογώνια αίθουσα, η οποία μαζί με δυο πλάγια κλίτη (Ι, Κ, Λ, Μ) σχηματίζει ένα τετράγωνο κτίριο. Το υπέργειο τετράγωνο κτίριο και οι τρεις συνεχόμενοι διάδρομοι με τα δωμάτια, αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα του μνημείου, του τέλους του 4ου αι. π.Χ. Στα τέλη του 3ου αι. π.Χ., στα δυτικά του αρχικού ιερού, προστέθηκε ένα συγκρότημα με δωμάτια και αποθήκες γύρω από μια κεντρική αυλή (Η). Στην οικοδομική αυτή φάση του κτιρίου η είσοδος στο ιερό γινόταν από τη βόρεια πλευρά, μέσω της αυλής. Οι χώροι γύρω από την αυλή χρησίμευαν για τη διαμονή των ιερέων και των επισκεπτών πριν μπουν στο Ιερό του Άδη. Από εκεί ο προσκυνητής περνούσε το βόρειο διάδρομο του Ιερού. Αριστερά υπήρχαν δυο δωμάτια και ένας λουτρώνας που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών. Εκεί, στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε σωματική και ψυχική προετοιμασία με ειδική δίαιτα και πράξεις εξαγνισμού και μαγείας και έκανε λουτρά για να μείνει αλώβητος από την επαφή που επρόκειτο να έχει με τα φάσματα των νεκρών. Πριν περάσει στον ανατολικό διάδρομο, έκανε διάφορες συμβολικές αποτροπαϊκές χειρονομίες και πράξεις καθαρμού (έριχνε πέτρες πίσω του και έπλενε τα χέρια του σε ένα πιθάρι). Ύστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου, όπου υποβαλλόταν στο τελικό στάδιο της δοκιμασίας, με μαγικές πράξεις συχνότερες και αυστηρότερη δίαιτα. Κατόπιν εισερχόταν στον ανατολικό διάδρομο, όπου, μαζί με τον ιερέα-οδηγό, θυσίαζε και έκανε χοές, όπως μαρτυρούν τα λείψανα ανθράκων και καμένα κόκαλα ζώων. Ύστερα περνούσε σε έναν διάδρομο μαιανδρικό, που του υπέβαλε την εντύπωση της περιπλάνησης στους σκοτεινούς και σκολιούς δρόμους του Άδη. Εκεί πρόσφερε άλφιτα (κριθάλευρο), όπως φανερώνουν οι λεκανίδες και τα κατάλοιπα που βρέθηκαν. Την εντύπωση του Κάτω Κόσμου επέτεινε στον προσκυνητή το γεγονός ότι ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες, σιδερόφρακτες, όσες και οι πύλες του Άδη, από τις οποίες οι δυο σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση. Περνώντας την τελευταία πύλη, έφθανε στην κεντρική αίθουσα, όπου έριχνε ένα ακόμη αποτρόπαιο λιθάρι και έχυνε στο λίθινο δάπεδο χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Άδη και την Περσεφόνη, που κατοικούσαν ακριβώς από κάτω, στην υπόγεια κρύπτη. Η κεντρική αίθουσα αποτελούσε και το τέρμα της πορείας, εφόσον εκεί θα εμφανίζονταν τα είδωλα των νεκρών για να επικοινωνήσουν με τους χρηστηριαζόμενους. Η κοινή πίστη στην εμφάνιση των νεκρών δημιουργούσαν στον προσκυνητή την κατάλληλη ψυχική προδιάθεση, στην οποία συνέτεινε και η σωματική και ψυχική δοκιμασία κατά την πολυήμερη παραμονή στα σκοτεινά δωμάτια του Νεκρομαντείου, με την ειδική δίαιτα, την απομόνωση, τις μαγικές πράξεις, τις προσευχές και τις ακατάληπτες πολλές φορές επικλήσεις των ιερέων, καθώς και την περιπλάνηση των προσκυνητών στους σκοτεινούς διαδρόμους.
Kατά τη διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκαν μέσα σε μεγάλους πίθους σωροί από απανθρακωμένους καρπούς δημητριακών, όπως σιτάρι και κριθάρι, καθώς και όσπρια που έχουν τοξικές ιδιότητες, όταν τρώγονται χλωρά, όπως κουκιά, λαθούρια κ.ά., τα οποία, εκτός των άλλων, προκαλούν και άμβλυνση των αισθήσεων, μέχρι ζάλη, παραισθήσεις και άλλα αλλεργικά σύνδρομα (κυαμίασις, λαθυρισμός). Έτσι με τη χαλάρωση των αισθήσεων, που έφτανε στο βαθμό της ακαταληψίας, δημιουργούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την επικοινωνία με τις ψυχές των νεκρών. Αλλά, επειδή οι ελληνιστικοί χρόνοι ήταν περίοδος ορθολογισμού και επιστήμης και η πίστη στο μύθο και τη θρησκεία είχαν κλονιστεί, υπήρχαν πολλοί που θα δυσπιστούσαν στην εμφά- νιση των ειδώλων. Γιμ αυτό, όπως απέδειξαν οι ανασκαφές, από το ιερατείο ελήφθησαν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εμφάνιση των φασμάτων. Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων βρέθηκαν, μία μάζα από σιδερένιους τροχούς άρματος, ένας χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένα σιδερένια και χάλκινα εξαρτήματα που ανήκαν πιθανότατα σμ ένα είδος γερανού, που προοριζόταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή. μς αντίβαρο χρησιμοποιήθηκαν σιδερένιες πλίνθοι που βρέθηκαν σε γειτονικό δωμάτιο. Για το σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι του κεντρικού κτιρίου με το μεγάλο πάχος (3,30μ.) θα έκρυβαν στην ανωδομία τους κρυφούς διαδρόμους, στους οποίους θα μπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς. Από τη θέση αυτή, ή από την οροφή, με τη βοήθεια του γερανού, εμφανίζονταν τα σκηνοθετημένα είδωλα των νεκρών μέσα στο χάλκινο λέβητα και συνομιλούσαν με τους χρηστηριαζόμενους. Παρόμοια θα ήταν και η μηχανή με την οποία εμφανίζονταν στη σκηνή του αρχαίου ελληνικού θεάτρου ο από μηχανής θεός, τον οποίο αναφέρει ο Λουκιανός, τον 2ο αι. μ.Χ. . Ο ίδιος συγγραφέας, περιπαίζοντας την αφελή πίστη των ανθρώπων στη νεκρομαντεία, περιγράφει με σκωπτική διάθεση τη σωματική και ψυχική δοκιμασία στην οποία υποβάλλονταν ο χρηστηριαζόμενος πριν επικοινωνήσει με τους νεκρούς. Από τους νεκρικούς διαλόγους του, είναι φανερό ότι έχει υπόψη του τα τελούμενα στο νεκρομαντείο της Αχερουσίας, τα οποία επιβεβαίωσε η σκαπάνη του καθηγητή μάκαρη.
Τα ανασκαφικά δεδομένα επιβεβαιώνουν οι φιλολογικές μαρτυρίες και κυρίως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο οποίος στο έργο του Προτρεπτικός προς Έλληνας 2.11.1, θεωρεί τον Θεσπρωτικό λέβητα «λέβητα Θεσπρώτιον» ως μέσο εμφάνισης των φασμάτων στον Αχέροντα. «Άδυτα τοίνυν άθεα μη πολυπραγμονείτε μηδέ βαράθρων στόματα τερατείας έμπλεα ή λέβητα Θεσπρώτιο ή τρίποδα Κιρραίον ή Δωδωναίον Χαλκείον. Ανάλογη μνεία του θεσπρωτικού λέβητα κάνει και ο Ευσέβιος (Ευαγγελική Προπαρασκευή 2.3.1.). Η μαρτυρία αυτή, συνδυαζόμενη με το λέβητα που βρέθηκε στην κεντρική αίθουσα, αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για την ταύτιση του Ελληνιστικού Ιερού που έφερε στο φως η ανασκαφή του Καθηγητή μάκαρη με το Νεκυομαντείο του Αχέροντα, το γνωστό από την αρχαία παράδοση και για τον τρόπο εμφάνισης των ειδώλων.
Ωστόσο το 1982 ο D. Baatz υποστήριξε ότι η παρουσία τόσων τροχών καταπελτών αποδείχνει ότι το κεντρικό οικοδόμημα με τους ισχυρούς τοίχους είναι οχυρωματικός πύργος αγροκτήματος, που απαντά στην Αττική και αλλού.
Ο ανασκαφέας όμως είχε αντιπροτείνει ότι τα μεταλλικά αυτά εξαρτήματα ήταν τμήματα γερανών που θα χρησίμευαν για να εμφανιστούν οι σκιές των νεκρών. Πρόσφατα οι E. Fouache και Fr. Quantin σε μία νέα συνδυαστική ερμηνευτική απόπειρα κάνουν λόγο για οχυρωμένη αγροικία των ελληνιστικών χρόνων: και σε αυτούς αντιπροτείνουμε την αρχαία Γραμματεία, τα αρχαιολογικά δεδομένα και την αρχιτεκτονική μορφή του Ιερού.
Το ελληνιστικό ιερό πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. και έκτοτε δεν λειτούργησε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η φήμη του όμως διατηρήθηκε πολλούς αιώνες μετά την καταστροφή, όπως πληροφορούν ο Παυσανίας (1.17.5, 9.30.6) ο Πλούταρχος (Θησεύς 31.4) και ο Λουκιανός (Μένιππος ή Νεκυομαντεία 9.10.15).
Βιβλιογραφία
Περιηγητές
· W. M. Leake, Travels in northern Greece IV (1835) 51 κε.
· H. Treidler, Epirus im Altertum (1917) 112 κε.
Ανασκαφικές εκθέσεις
· Σ. Ι. μάκαρης, Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΠΑΕ) (1958) 107-113, (1960) 114-127, (1961) 108-119, (1963) 89-92, (1964) 44-53, (1975) 146-149, (1976) 146-152, (1977Α΄) 140-141, (1990) 165-167, (1991) 178-181.
· Σ. Ι. μάκαρης, Έργον (1958) 95-103, (1960) 102-110, (1961) 118-125, (1963) 57-64, (1964) 51-64, (1975) 82-88, (1976) 80-88, (1977) 68-70, (1990) 73-77, (1991) 58-62.
Ανασκαφικές εκθέσεις για την Εφύρα
· Θ. Παπαδόπουλος, Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΠΑΕ) (1978) 107, (1979) 119-120, (1980) 33, (1981) 78, (1982) 9-90, (1983)
1-82, (1984) 122-124, (1986) 101-102, (1987) 125.
· Θ. Παπαδόπουλος, Έργον (1978) 35-36, (1979), 16 (1980) 18, (1981) 33-34, (1982) 30, (1983) 43-45, (1984) 45-46, (1986) 83-84, (1987) 70-71.
Γενική βιβλιογραφία
· P. R. Franke, Die antiken Mόnzen von Epirus (1961).
· E. Lepore, Ricerche sullμantico Epiro (1962).
· S. I. Dakaris, The Dark Palace of Ades, Archaeology 15 (1962) 85-93.
· S. I. Dakaris, Das Taubenorakel von Dodona und das Totenorakel bei Ephyra, Antike Kunst 6 (1963) 51-54.
· N.G.L. Hammond, Epirus (1967) 313 κε., 369, 427 κε.
· S. I. Dakaris, Mesopotamo, EAA, Suppl. (1970) 474-477.
· Σ. μάκαρης, Θεσπρωτία, Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις, 15 (1972) 179-181.
· Σ. Ι. μάκαρης, Αρχαιότητες Ηπείρου, Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα, Εφύρα-Πανδοσία-Κασσώπη (1972).
· Ν.μ. Παπαχατζής, Ποσειδών Ταινάριος, ΑΕ (1976) 102-125.
· Χρ. Τζουβάρα-Σούλη, Η λατρεία των γυναικείων θεοτήτων εις την αρχαίαν Ήπειρον (1979) 99-110.
· Αμ. Βλαχοπούλου-Οικονόμου, Έντυπες σφραγίδες σε λαβές αμφορέων από το Νεκρομαντείο του Αχέροντα και τη μωδώνη, μωδώνη 8 (1979) 279-298.
· Ph. Vandenberg, Das Geheimnis der Orakel (1979).
· Τ. F. Van Straten, Twee orakels in Epirus. Het orakel van Zeus in Dodona en het nekyomanteion aan de Acheron, Lampas 15 (1982) 195-230.
· D. Baatz, Hellenistische Katapulte aus Ephyra (Epirus), AM 97 (1982) 211-233.
· Χρ. Σούλη – Αμ. Οικονόμου, Βιβλιογραφία για την Ήπειρο (1981-1982), Προϊστορική και Κλασική Αρχαιολογία, Ηπειρωτικά Χρονικά 25 (1983) 305-306.
· Χρ. Τζουβάρα-Σούλη, Αγνύθες από το Νεκυομαντείο του Αχέροντα, μωδώνη 12 (1983) 9-43.
· Σ. μάκαρης, Οδύσσεια και Ήπειρος, Πρακτικά του μ΄ Συνεδρίου για την Οδύσσεια, 9-15 Σεπτεμβρίου 1984 (1986) 141-170.
· Κ. Γραβάνη, Κεραμεική των Ελληνιστικών χρόνων από την Ήπειρο, Ηπειρωτικά Χρονικά 29 (1988/89) 105-112.
· Σ. μάκαρης, Το Νεκυομαντείο του Αχέροντα (1993).
· D. Baatz, Bauten und Katapulten des rφmischen Heeres (1994).
· Χρ. Τζουβάρα-Σούλη, Τοπογραφικές παρατηρήσεις ως προς τα Ιερά της Αρχαίας Ηπείρου, Αφιέρωμα στον N.G.L. Hammond, Παράρτημα «Μακεδονικών», Αρ. 7 (1997) 429-447.
· Ήπειρος 4000 Χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού (1997).
· D. Baatz, Wehrhaftes Wohnen. Ein befestigter hellenistischer Adelsitz bei Ephyra (Nordgriechenland), Antike Welt 30: 2 (1999) 151-155.
· E. Fouache, Fr. Quantin, Lμentrιe des enfers de Thesprτtie: du mythe ΰ la recherche dμune rationalitι gιomorphologique et historique, στο: La nature et ses reprιsentations dans lμAntiquitι, Colloque de lμ E. N. S. Fontenay – Saint μ Cloud, 24-25 Octobre 1996 (1999) 29-62.
· D. Ogden, Greek and Roman Necromancy (2001).
Χρυσηίς Τζουβάρα-Σούλη